Η Φύση είναι ένας ναός που οι ζωντανές κολώνες του
αφήνουν καμμιά φορά να τους ξεφύγουν μπερδεμένα λόγια.
Ο άνθρωπος εκεί διασχίζει τα δάση των συμβόλων
που τον παρατηρούν με οικίες ματιές.
Σαν μακρινή ηχώ που από μακρυά αναμειγνύεται
μέσα σε μία σκοτεινή και βαθειά ενότητα,
απέραντη σαν την νύχτα και σαν τη διαύγεια πνεύματος,
τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι σου ανταπαντούν.
Υπάρχουν τα φρέσκα αρώματα όπως του δέρματος των μικρών παιδιών,
γλυκά σαν αυλοί, πράσινα σαν λειβάδια,
- και τα άλλα, διεφθαρμένα, πλούσια και θριαμβευτικά,
Με την εξάπλωση των άπειρων πραγμάτων,
όπως το κεχριμπάρι, ο μόσχος, το μοσχολίβανο και το θυμίαμα,
που υμνούν τις μεταφορές του πνεύματος και των αισθήσεων.
Μάτια υγρά, ντυμένα με πανσέληνο και πώς να τα κοιτάξεις..
παίρνουν γαλήνη από τους ήχους της σιωπής.
Νύχτα απάτητη κι αγέρωχη θεά
των μαγεμένων δειλινών αναπνοφόρα
πόσες ζωές εχάρισες, στο άγγιγμα της πορφύρας...
Φεγγάρι ολόγιομο με τις αχνές κορδέλες
βγήκες σεργιάνι ζωηρό, με βλέμμα ξαναμμένο.
Τινάζω τη φωτιά και απ' αυτή κρατώ μια φλόγα
να την εναποθέσω στο βωμό της άσπιλης ελπίδας
που γίνεται θυσία από πλανόδιους γητευτές.
Ρίξε φεγγάρι το άγγιγμά σου το μισότρελο
δώσε τους λίγη απ' την κλεμμένη σου θωριά
αυτή η νύχτα να μη μείνει μοναχή
να μη βρει η κραυγή αντίλαλο
να θωπεύει το σκοτάδι και να αντανακλά το φως
όπως το βλέμμα αναζητά φιλήδονα τα χείλη.
Κι αν σε ρωτήσουν κάποτε μην τα' χες και χαμένα
πες τους, πως τα χαμένα ρίχνουν άγκυρα στο έρεβος της λογικής.
Στα πιο ψηλά σκαλοπάτια τ' ουρανού βρίσκονται τ' ανέγγιχτα....εκείνα, που καρτερούν μια στάλα αποδοχής, εκείνα που αντιλαλλούν στη ματαιότητα του ανεκπλήρωτου. Κι είναι τόση η ομορφιά που ξεπροβάλλει σαν κύκνος λυγερός, από μια ψυχή που αναδύεται στο φως.
Να αγαπάς
να μη βαστάς υποχωρήσεις
Να βαδίζεις
σε λέξεις, που η καρδιά περπάτησε για σένα
Να μαθαίνεις
τα μυστικά, που οι εικόνες ψιθυρίζουν μεταξύ τους
Να μ' αγαπάς
όταν με τη σιωπή μου σε τυλίγω...
...σε ζωηρά καλέσματα...
Φιλήσυχοι διαβάτες σε πορείες με ελπίδα ποτισμένες,
φόβος, απορία, προσμονή...
Λοξοδρομούν σε μπερδεμένα μονοπάτια,
της αιώνιας πίστης και του άτολμου δέους.
Περνούν και χάνονται
λυγίζουν υπό το βάρος της αδυσώπητης αλήθειας.
Φύλλα φθινοπωρινά στη λήθη μιας αναίτιας νάρκης
ναρκώνουν το μυαλό, το σαπίζουν,
σκεπάζουν με χρυσάφι τη συνείδηση.
Η ελαφρότητα της σκέψης
το ακαταλόγιστο της πράξης,
λυγίζουν τους πιο αδύναμους.
Ο φόβος δεν γεννήθηκε μονάχος
κι ας ημέρωσε τις τύψεις.
Θεριεύει η ψυχή σαν μένει μόνη
επαίνους δεν ζητά, τον οίκτο αποστρέφεται,
για οδηγό της έχει πάντα το φως.
Ζητείται Ελπίς.....
στα υπόγεια των συναισθημάτων
στις αλάνες των δακρύων
στις εγκαταλειμμένες αισθήσεις
στα σκοτεινά σταυροδρόμια του μυαλού
στις δουλοπρεπείς αποταμιεύσεις φιλοφρονήσεων
στα μίζερα απομεσήμερα μιας μάταιης δόξας
Ζητείται Ελπίς..........
Κράτα ψηλά τα όνειρα σου, μη τα αφήσεις να να χαθούν σε άγνωστες ατραπούς..Κάθε όνειρο μια ελπίδα, κάθε ελπίδα μια γλυκιά προσμονή...δες με τα μάτια της ψυχής όσα ένα απλό βλέμμα δε μπορεί να σου προσφέρει....και νοιώσε το άγγιγμα της πανσεληνου να δίνει χρώμα στα σκονισμένα σου σταχτιά σεντούκια της καρδιάς...Θα είναι εκεί...και θα σε περιμένει για να φύγετε μαζί για το μεγάλο ταξίδι της ζωής...
Κάθε φορά που ανοίγω τα φτερά για να πετάξω, πάνω από ωκεανούς, πελάγη
βλέπω δάκρυα ριγμένα στων ματιών σου το σκοτάδι.
Και πιο πέρα μια ασπρόμαυρη εικόνα του ονείρου οπτασία,
σπάει γίνεται κομμάτια, πάνω σε χορταριασμένα βράχια, μα ποιος δίνει σημασία..
Καταμεσής στο πέλαγος ένα κομμάτι ξύλο από κατάρτι, πλέει μονάχο του σαν άδειο σώμα,
όπου θεριά και δράκοι δεν το κυρίεψαν ακόμα...
Πώς να μείνει άφθαρτη η ψυχή, τι λόγους έχει η καρδιά για να χτυπά,
δυο χείλη σφραγισμένα σε φεγγαρένιο φως άπλετα, πλημμυρισμένα μες το βάθος των ματιών σου
να γυρίζει η γη κι εγώ να μένω εκεί, στην αέναη αναζήτηση των μαγεμένων στεναγμών σου...
Πόσες ζωές, πόσοι αιώνες να προσμένεις το λυτρωμό μιας αμαρτίας,
μια τόση δα αναπνοή δίνει το νόημα να ζεις κι ας μείναν άδεια της αγάπης τα βιβλία.
Θάλασσα τ' ονείρου, κύματα που παίζουν χωρίς να λογαριάζουν
την ώρα της επιστροφής, φόβοι, τύψεις κι ενοχές μες την αλμύρα τους καταλαγιάζουν.
Μια μόνο λέξη μαγική, γλυκά ποτισμένη, με ροδοπέταλα στεφάνια πλέκει
και σε απάτητα μονοπάτια της ψυχής, εκεί τη δύναμη κατέχει.
Είν' η αγάπη που ποτέ στην όψη δεν λυγίζει, δεν πέφτει χαμηλά μήτε καρδιά θε να προδώσει,
μόνο στις πύλες τ' ουρανού, σε κόσμους άδειους και δειλούς, θαρθεί για να τους σώσει.
Και μες τις ώρες μου κυλά, κρυφά η κάθε σκέψη...που λυτρωμένη έρχεται κενά για να γεμίσει. Δεν είναι πια αιχμάλωτη, δεν τη σκιάζει ο πόνος..αλλά ελεύθερα εκφράζεται, μέσα στο απαύγασμα των μεξεδένιων ήχων της νυχτιάς... Μοιάζει με νεογέννητο μωρό που η σκληρότητα του κόσμου, δεν έχει ακόμα αγγίξει.. Δείχνει μεστή και κατασταλαγμένη από τις τόσες χιλιάδες έγνοιες, που τη δεινάστευαν και την πολιορκούσαν...
Είναι τούτες οι Ώρες ενός βαθύτερου στοχασμού, όπου παίρνει χρώμα η σιγή
και υπόσταση το βλέμμα...Ένα βλέμμα καθάριο και κρυστάλλινο, σαν ουρανός χωρίς τα νέφη...
...σαν κεραυνός από χρυσάφι που χτυπά και χάνεται.
Μια δροσοσταλίδα σκέψης και μια εικόνα απ' τα παλιά....Το τότε για να θυμίζει το σήμερα..
Το σήμερα για να διδάσκει την τεχνή του ποτέ.
Ποτέ πια πίσω μη γυρνάς...ποτέ πια μη βλέπεις ψέμμα...
Το κίβδηλο κι επίπλαστο γερνά τον άνθρωπο...η αλήθεια τον λυτρώνει.
Χρειάζεται περίσσιο θάρρος για να γίνει το "εγώ", "εμείς"....
Για να χωρέσει σε μια στάλα αλήθειας ολόκληρη η υπόσταση...
Και μετά οι νεράϊδες ασημώνουν τη μορφή και τη φυλάνε...από κάθε κακό...
Είναι τούτες οι Ώρες που κάθε σκέψη αποκτά νόημα κι ουσία.....
Έγειρε η κόκκινη κλεψύδρα, μέτραγε τις ώρες που περνούν
κι έδωσε στο χρόνο διορία, για όλες τις ψυχές που αιμοραγούν.
Δάνεισε στη σκέψη τη σοφία, έδειξε εκείνους που γελούν,
δάκρυσε σε τόση δυστυχία, για όλα τα παιδιά που καρτερούν...
Μια ζωή στην αγωνία κι ένας άνεμος καυτός
παριείς και αναρχία σαν έναν γέροντα σκυθρωπό.
Και με τράκα στα βιβλία, οι ψυχές τους να τραφούν
και η σύγχρονη ιστορία να τους γράψει πριν χαθούν.
Έγειρε η κόκκινη κλεψύδρα, κράταγε τις μέρες που κυλούν
έριξε στον πόνο τιμωρία, για όλες τις Μαρίες που σιωπούν.
Πέταξε τα άχρηστα βραβεία, φύσηξε πνοή να γεννηθούν
σκόρπισε τον ήλιο μες τα κρύα, να μπορούν να μπουν να ζεσταθούν.
Απόψε, που το βρόχινο νερό ξεπλένει όλα τα κρίματα, που η θέρμη της φωτιάς από τα ξύλα λιώνει το παγωμένο φευγιό, αναθεώρησε...Σπάσε τα δεσμά που κρατούν φυλακισμένη την ανάσα αυτού του ύστερου στεναγμού και κράτα αιώνια τη στιγμή μέσα σε μια φούχτα μάλαμα κι ατσάλι...
Από τις τρικυμίες και τα μαγεμένα μονοπάτια, από τη μανιασμένη πάλη με τη μοίρα, χαρά δεν θα'βρεις...
Κείνο όμως, που θα βρεις είναι πάνω απ' την ανάγκη σου για το ανήμερο φευγιό...
Είναι τ' άσαρκα πάθη, ειν' η λαχτάρα καταπάτησης κάθε νόμου ασυμβίβαστου με τις ανάγκες της ψυχής...
Που σου κραδαίνει από ψηλά ξίφος πορφυρό, που σε χορταίνει λυτρωμό κι αγάπη...
Είναι η Ελευθερία να θες και να μπορείς, να φαίνεσαι και να'σαι, να λογίζεσαι και να πράττεις...Ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι, όπως μόνο οι μοίρες ξέρουν και υφαίνουν τ' άγραφα κι ανείπωτα του νου και της καρδιάς...
Σαν την αστροφεγγιά έρχονται οι σκέψεις
που σε παίρνουν μακριά μου
και τότε, αναρωτιέται κανείς...για ποιο δρόμο
για ποιο πεπρωμένο, πλάστηκε και πού πηγαίνει;
Ώρες ατέλειωτες σ' ένα φέγγος από ατέρμονα βράδια
κι η σιωπή να θέλει να λυθεί, σαν μάγισσα μ΄αδύναμα μάγια...
Μόνο, οι Ώρες...αυτές μοναχά καταλαβαίνουν πόσο μάταια,
πόσο πλημμυρισμένα από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ...
Συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν κι ένα άγγιγμα που πάγωσε
στους νόμους του απαγορευμένου...
Και τι έμεινε απ' όλα τούτα; Ίσως, η ευγένεια της καρδιάς...
Η καθάρια ικανότητά της ν' αγαπά χωρίς όρια
και πάνω από προκαταλείψεις...
Η λύτρωση έρχεται όταν η αγάπη παίρνει την πιο αγνή μορφή της.
Όταν καταρρίπτεται κι η τελευταία αντίσταση προσμονής της...
Όταν αγαπά με την απλότητα και το εύρος της δύναμής της..
Τότε, οι Ώρες γίνονται ένα με το Σύμπαν...και γνέφουν στωϊκά
σ' εκείνον που αδημονεί...Ξέροντας, ότι δεν θα είναι μόνος ποτέ πια...
Και να που πλησιάζουμε την εποχή εκείνη με τα χρώματα τα πιο φωτεινά
σαν ανεμόσκαλα που κρέμεται από τα σύννεφα, σαν λιθόστρωτο σοκάκι που άνοιξαν στο βυθό οι ταραγμένες σκέψεις, για να πλαγιάσουν ευθύς μετά και να ξεκουραστούν.
Κάθε τέτοια εποχή χορός μεγάλος στήνεται, απ’ Ανατολή σε Δύση κι από Νότο σε Βορρά, γιομάτος από έρωτα που στάζει γλυκές δροσοσταλίδες μιας αέρινης νιότης κι ενός ξεπεσμένου εγωϊσμού.
Πρέπει ν’ αφήσεις πίσω τις θολές εικόνες από το έρεβος της νυχτιάς και να προστάξεις το δείλι να σε τυλίξει με τη διαπεραστική αύρα του.
Τούτη την εποχή οι σκέψεις δεν έχουν χώρο σ’ αυτό το γαϊτανάκι, μήτε οι έγνοιες, που αποκαμωμένες γέρνουν στα βράχια να ξαποστάσουν.
Δεν υπάρχει μέρα ή νύχτα, πρωϊνό ή απομεσήμερο…Μόνο τα μάτια που σε κοιτούν με βλέμμα διαπεραστικό και μέσα τους βλέπεις την εντολή «Να ζήσεις».
Στα μεταξένια της ακρογυάλια έπαιζαν δυο παιδιά, με χαρωπή διάθεση, ανέμελα, σαν εικόνα σκαλισμένη σ' έναν βράχο που δεν ξεθωριάζει απ' τη μανία του χρόνου.
Κι όσο τα κύματα σε ταξιδεύουν σε μέρη αταξίδευτα, τόσο ποθείς να την κλειδώσεις μέσα σ' ένα τόσο δα μικρό κοχύλι...για να την μεταφέρεις μαζί σου, όπου πας, εκεί που τα σύνορα του νου εναρμονίζονται μ' αυτά της καρδιάς και λιώνουν, όπως ο σίδηρος και γίνεται χρυσάφι.
Μυριάδες ηλιοβασιλέματα σκορπούν και γίνονται έναστρη σκόνη πάνω στα σμιλεμένα της νερά...
Μην είναι τάχα η τόση ομορφιά που σε αγγίζει, σαν κόρη λυγερή που αψήφησε τον κίνδυνο...ή μήπως, η αέναη αναζήτηση αρχής και τέλους, σ' έναν ωκεανό από συντρίμμια της ζωής των ανθρώπων;
Αχ, θάλασσα αφέντρα των ψυχών...σ' έχω δίπλα μου και πώς να σε περάσω; Σε κλείνω μέσα μου, γιατί δεν θέλω να σε χάσω.
Η πύλη με τα όνειρα δεν έχει αντικλείδι…
Δεν τους χωρά αυτούς που άτυπα προδώσαν ό,τι καλό εφτιάχτηκε στη γη για να ριζώσει…
Γυμνοί σαν μια κενή ταφόπλακα δίχως όνομα περιέφερναν τα σκληρά τους προσωπεία, σ’ ένα σύννεφο κανπού από στάχτες που δεν σβήνουν…
Ψυχές χωρίς αντίκρυσμα, καθρέφτες δίχως είδωλα, άπλωσαν το χέρι εξιλέωση για να’ βρουν….
Μα πώς να ξεφύγει ο εγωισμός από τη ματαιοδοξία του;
Πώς να φωτίσεις μια ψυχή που ζει μες στο σκοτάδι;
Όσο κι αν σφυριλατείς το ψέμμα, όσο κι αν το εξωραίζεις, η αλήθεια θα διαπερνά τις πιο μιλείχιες πτυχές του εαυτού σου.
Και θα’ ναι το αγρίμι εκείνο που θα κρατά καλά κρυμμένο το κλειδί της πύλης των ονείρων.
Σήκω και χόρεψε, μου είχες πει, στο μεσοδείλι του ονείρου, όταν οι πύλες της θεοπλασίας είναι ανοιχτές για να μπορούν οι ψυχές, αιώνιες ερωμένες της άφθαρτης αγάπης, να ξαποστάσουν μία στάλα.
Διαβάτες μιας ατέρμονης ζωής, μυθοπλάστες μιας αλήθειας που σκεπάζει με τα πέπλα της ό,τι ξεγυμνώνει και πληγώνει στα δύσβατα μονοπάτια του μυαλού…
Κάθε στροβίλισμα και μια αναλαμπή φωτός, κάθε πέταγμα ψηλά απόσταγμα του έρωτα του χιλιοταξιδεμένου στα μυστικά περάσματα μιας γκρίζας αυταπάτης…
Χόρεψε, μου έλεγες, δίχως τα μάτια να ανοίξεις… Η αναγεννημένη σου καρδιά θα σε οδηγήσει για να δεις τα θαύματα του κόσμου… αυτά που εσύ κάποτε σπατάλησες, τσακίζοντάς τα και τώρα υψώνονται ξανά εμπρός σου, έτοιμα να σου μάθουν τη ζωή απ’ την αρχή….
Άγριος ο ωκεανός, μα γλυκό το τραγούδι του να χαϊδεύει τις αισθήσεις… μιλά στη γλώσσα των ταξιδιάρικων πουλιών. Λαξεμένα, θαρρείς τα κύματα πάνω στα βράχια που σπάνε, αφρίζουν σε μια ήρεμη οργή…
Δες τα πλοία που σαλπάρουν για μακρινούς προορισμούς, περήφανα σκαριά που στέκουν ορθά κι αμίλητα προσμένουν. Εκείνους τους στερνούς καραβοκύριδες, ντυμένους με την αλμύρα της θάλασσας, για να τα συνοδέψουν στο βάθος του ωκεανού, που αγγίζει τις ανθρώπινες καρδιές και τις λυτρώνει.
Πάρε μια φούχτα θάλασσα και μέσα από το βλέμμα σου, ταξίδεψέ τη. Ποτέ μη φοβηθείς να λιώσεις στην αλμύρα της. Να αφεθείς στη μαβιά χροιά της, στις σιγοψιθυρισμένες νότες της, που αναδύονται από τα έγκατά της.
Είναι η νύχτα που τα μάτια ξεγελά και σαν αλαφροίσκιωτη φιγούρα ρίχνει τα σκοτεινά της πέπλα, μεταμορφώνοντας τα ήμερα σ' αγριεμένα.
Είναι η νύχτα που σαν με τη θάλασσα ενωθεί, γυρεύει τις μοναχικές ψυχές, που προσπαθούν το χρόνο να γελάσουν, τα μύρια πάθη να δαμάσουν.
Μες το πυκνό σκοτάδι της πλέκεις τα όνειρά σου...Εκείνα που τα ξέχασες, κλεισμένα σε μια σκέψη περασμένη. Εκείνα που σε οδηγούσαν στο δρόμο που εσύ εχάραξες.
Πάρε μια φούχτα θάλασσα και δώσε της σώμα και ψυχή...Μέσα από τα υγρά της μονοπάτια, περπάτησέ τη.
Κι άσε για τους κοινούς θνητούς το φόβο της αγάπης.
Μια θάλασσα γλυκοφιλημένη στο απομεσήμερο ενός νωθρού χειμώνα. Κοίτα πώς γυαλίζει η γαλάζια φορεσιά της, σαν ο ήλιος αστειεύεται μαζί της. Πώς γλυκαίνει η αδιάφορη, φθινοπωρινή παλέτα, σαν βγει σεργιάνι στης ψυχής τα μυστικά λημέρια.
Γαληνεύει με τον ψίθυρο του ανέμου, όταν την αγγίζει απαλά κι αφήνει επάνω της τον ίσκιο του φευγάτο.
Χειμώνιασε, μα εσύ εκεί… να στέκεις αθώρητη, περήφανη, πιστή στο κάλεσμα του χρόνου. Το γκρίζο να μεταμορφώνεις στο πιο δημιουργικό, περίτεχνο ουράνιο τόξο.
Μαζί να περπατήσουμε τις ώρες, που βουβές κι ασάλευτες κυλούν στο χειμωνιάτικο ψύχος της σιωπής.
Είναι η αλμύρα σου, το απλωμένο χάδι σ’ ένα σώμα γυμνό, που το αιχμαλωτίζεις.
Μέσα στο βυθό σου ρίχνομαι, σαν αμαρτωλή ερωμένη που λύγισε στο μαγικό σου κάλεσμα. Γιατί μονάχα εκεί χάνονται οι αντιστάσεις και θεριεύουν οι αισθήσεις, στο σιωπηλό κάλλος του χειμώνα.
Βαδίζουμε στην τραγικότητά μας
γελωτοποιοί και κόλακες
μασκαράδες και κιχώτες.
Όταν σφυριλατείται η ζωή με ληγμένες υποσχέσεις
ανοίγουν σύνορα στο άπειρο, προσμένοντας έναν Μιθριδάτη
να ραντίσει με ήλιο τη σκέψη.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες
ο χρόνος μίσεψε τον πηγαιμό
σαν μία ξύλινη σανίδα νοτισμένη
από την αρμύρα της θάλασσας
που βολοδέρνει σε κάποιο ακρογυάλι.
Βουτάμε σ’ έναν χείμμαρο από λάθη
στοιχειωμένα από νύχτες παραισθήσεων
και αγνοούμε την ύπαρξη μιας μέρας γεμάτη από ήλιο.
Είμαστε τόσο ασήμαντοι μέσα στην ύπαρξή μας
και συνάμα τόσο σημαντικοί, όπως η φλόγα που καίει στο καντήλι.
Κι όπως κρατάς το χέρι ενός παιδιού και ανταμώνεις το σαστισμένο βλέμμα του
έτσι κατοικείς στα όνειρά του
τα γεμάτα από χρώματα και φρεσκοκομμένα άνθη.
Μακάριοι εκείνοι που δέθηκαν με τις ρίζες των προγόνων τους
ευλογημένοι όσοι διδάχτηκαν τον πύρινο λόγο τους.
Γιατί μόνον από χώματα ιερά αναδύεται ο καρπός μιας καινούργιας μέρας.
Εκεί, στην πιο σκοτεινή γωνιά καθόταν κουλουριασμένο κι άλαλο. Μέσα στη λήθη της νυχτιάς έπλεκε τ’ αστέρια με τ’ απαλά ακροδάχτυλά του, κοιτώντας μ’ ένα βλέμμα απλανές, μα γιομάτο λάμψη και συμπόνοια.
Τριγύρω του παιχνίδια και παλιά συναξάρια, κούκλες πορσελάνινες με δαντέλες κιτρινισμένες απ’ τη φθορά του χρόνου… ένα δερμάτινο σεντούκι πλημμυρισμένο μυρουδιές κι αναμνήσεις…
Κι όλο έπλεκε, κι όλο κοιτούσε και τ’ αστέρια άρχισαν να σχηματίζουν μια φωτεινή αλυσίδα, που έπαιρνε τα δάκρυα μακριά…
Πλησίασα το κοριτσάκι και χάιδεψα απαλά τις μεταξένιες μπούκλες του.
Ποια μοίρα σε επλάνεψε, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις; Θυμώνω γιατί μέσα στα μάτια σου βλέπω τα δικά μου, παίρνεις ζωή απ’ τη ζωή μου αυθαίρετα και με περίσσια αυθάδεια…Πόσο θα ήθελα να μάγευα το χρόνο, να σκορπούσα σε χίλια κομμάτια και να γεννιόμουν ξανά απ’ την αρχή…
Πόσο θα ήθελα να ζω στο δικό σου κόσμο, ανέγγιχτο απ’ το σκοτάδι και τις άλαλες κραυγές...Είσαι εδώ κι είσαι παντού…Σ’ ευχαριστώ, που υπάρχεις για να μου θυμίζεις, ότι η αθωότητα δεν θα πεθάνει όσο θα ζεις Εσύ μες την ψυχή μου…